(ε)ξώκαστρο

(ε)ξώκαστρο
(ε)ξώκαστρο
το
συνοικισμός έξω από το κάστρο πόλης, προάστιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξώκαστρο — και ξώκαστρο, το (Μ ἐξώκαστρον) συνοικισμός έξω από το τείχος τής πόλης, προάστιο μσν. το εξωτερικό κάστρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”